Φωτογραφίες από τον πακτωλό χρημάτων που βρέθηκαν στο χρηματοκιβώτιο του αξιωματικού της Αστυνομίας που ήταν μέλος του κυκλώματος με τις πλαστές ταυτότητες και τα διαβατήρια δημοσίευσε η Ελληνική Αστυνομία.
Αίσθηση προκαλεί ότι το κουτί είναι γεμάτο από δεσμίδες από χαρτονομίσματα των 50 και 100 ευρώ συνολικής αξίας 320.000 ευρώ.
Παράλληλα η Αστυνομία δημοσίευσε σχεδιάγραμμα με τη διάρθρωση της εγκληματικής οργάνωσης και τις διασυνδέσεις μεταξύ των μελών της.
Όπως αποκαλύπτεται ταυτοποιήθηκαν τα πραγματικά στοιχεία 35 προσώπων που είχαν αγοράσει πλαστές ταυτότητες που τους εξασφάλιζαν ελεύθερη διέλευση συνόρων. Εξακριβώθηκε επίσης ότι είχαν εκδοθεί 135 πλαστά διαβατήρια, 42 άδειες οδήγησης, 200 αστυνομικές ταυτότητες. Τα μέλη οργάνωσης συνεννοούνταν για τα ραντεβού έκδοσης των ταυτοτήτων συνήθως είτε Τετάρτη απόγευμα, είτε Παρασκευή μεσημέρι με στόχο η έκδοση να γίνει από μέλη του κυκλώματος.
Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε ότι, το κύκλωμα είχε αναπτύξει ιεραρχικά δομημένο και πολύπλοκο δίκτυο συνεργατών, οι οποίοι υπό τις εντολές του διευθύνοντα της οργάνωσης, δραστηριοποιούνταν στην έκδοση γνησίων (τυπικά) δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων έλληνα πολίτη, κυρίως σε αλλοδαπούς αλλά και σε ημεδαπούς, πολλές φορές με πλούσιο ποινικό παρελθόν.
Η ανακοίνωση της ΕΛ.ΑΣ.
Μετά από πολύμηνη και συστηματική έρευνα της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων Σωμάτων Ασφαλείας εξαρθρώθηκε εγκληματική οργάνωση, που δραστηριοποιούταν -κυρίως στην Αττική- στις παράνομες ελληνοποιήσεις, μέσω της παράνομης έκδοσης ταυτοτήτων και διαβατηρίων.
Σε συντονισμένες αστυνομικές επιχειρήσεις, προχθές Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2021, συνελήφθησαν συνολικά 20 άτομα μεταξύ των οποίων τα δύο (2) ηγετικά στελέχη της οργάνωσης, εννιά (9) αστυνομικοί, πολιτικός υπάλληλος, δικηγόρος, υπάλληλος ληξιαρχείου και ακόμα πέντε (5) ιδιώτες ως μέλη, καθώς και αλλοδαπός ως πελάτης του κυκλώματος.
Σε βάρος τους σχηματίστηκε δικογραφία για – κατά περίπτωση – εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία υπαλλήλου, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, πλαστογραφία, ψευδής βεβαίωση, νόθευση και για παραβάσεις των νομοθεσιών για τη μετανάστευση, τα όπλα, τα ναρκωτικά, κ.α.
Κατά τη διερεύνηση της υπόθεσης προέκυψε ότι, το κύκλωμα είχε αναπτύξει ιεραρχικά δομημένο και πολύπλοκο δίκτυο συνεργατών, οι οποίοι υπό τις εντολές του διευθύνοντα της οργάνωσης, δραστηριοποιούνταν στην έκδοση γνησίων (τυπικά) δελτίων ταυτότητας και διαβατηρίων έλληνα πολίτη, κυρίως σε αλλοδαπούς αλλά και σε ημεδαπούς, πολλές φορές με πλούσιο ποινικό παρελθόν.
Για την έκδοση των εγγράφων χρησιμοποιούσαν:
ψευδή στοιχεία μη υπαρκτών ατόμων ή
στοιχεία ομογενών, οι οποίοι διέμεναν μόνιμα στο εξωτερικό ή
στοιχεία υπαρκτών ημεδαπών, κατόπιν προηγηθείσας ψευδούς δήλωσης απώλειας νόμιμου δελτίου ταυτότητας ή
τα πραγματικά τους στοιχεία ταυτότητας, μέσω παράνομης κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας.
Με τη χρήση των εγγράφων αυτών, οι πελάτες του κυκλώματος απολάμβαναν – κατά περίπτωση – πλήθος ευεργετημάτων και συγκεκριμένα:
την απόκρυψη τυχόν ποινικού τους παρελθόντος,
την ελεύθερη παραμονή και κίνηση τους στη χώρα,
την απρόσκοπτη έξοδό τους από τη χώρα και την ελεύθερη κίνηση και διαμονή σε χώρες εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ζώνης Σένγκεν (SCHENGEN),
την έκδοση αδειών οδήγησης,
την κατάρτιση νέων ή τη χρήση υπαρκτών φορολογικών μητρώων με την κατ’ επέκταση σύσταση εταιρειών και επιχειρήσεων χωρίς την καταβολή των αναλογούντων φόρων, καθώς και
τη σύναψη συμβάσεων και συμβολαίων οιασδήποτε μορφής.
Από τη συνδυαστική αξιολόγηση των συλλεχθέντων αποδεικτικών στοιχείων προέκυψε ότι η δράση της εγκληματικής οργάνωσης τοποθετείται από τουλάχιστον τον Απρίλιο του 2013, με το συνολικό οικονομικό όφελος του δικτύου να υπολογίζεται ότι ξεπερνά τα 5.000.000 ευρώ.
Σχετικά με τον τρόπο δράσης («modus operandi») της εγκληματικής οργάνωσης σημειώνεται ότι κάθε μέλος είχε διακριτό ρόλο που –κατά περίπτωση- ήταν η προσέλκυση ενδιαφερόμενων, η παράσταση ως μάρτυρας ταυτοπροσωπείας, η προμήθεια πιστοποιητικών οικογενειακής κατάστασης, η έκδοση δελτίων ταυτότητας, η παροχή πληροφοριών μέσω αναζητήσεων σε ηλεκτρονικές εφαρμογές της Ελληνικής Αστυνομίας ή γενικότερα στην υποβοήθηση του έργου της οργάνωσης.
Συγκεκριμένα, ο «διευθυντής» της οργάνωσης, κατηύθυνε τα υπόλοιπά μέλη και συντόνιζε τις ενέργειές τους, έφερνε σε επαφή τους ενδιαφερόμενους με τα «αρμόδια» μέλη της οργάνωσης και καθόριζε το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί για την έκδοση των εγγράφων.
Παράλληλα, με τη συνδρομή του δεύτερου ηγετικού στελέχους και υπαλλήλων δημοτολογίων και ληξιαρχείων, αναζητούσαν την κατάλληλη οικογενειακή μερίδα, κυρίως Ελλήνων παλιννοστούντων από χώρες της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. ή προέβαιναν στην κατάρτιση τέτοιων μερίδων, μέσω δήλωσης εικονικών γάμων και γεννήσεων στο εξωτερικό, με τη χρήση πλαστών πιστοποιητικών αλλοδαπών Αρχών.
Επιπρόσθετα, καθοδηγούσε τους «πελάτες», προκειμένου να δηλώνουν ως τόπο κατοικίας, διεύθυνση η οποία να εμπίπτει στην εδαφική αρμοδιότητα συγκεκριμένου Τμήματος Ασφαλείας ή Γραφείου Διαβατηρίων, στο οποίο ο αρμόδιος αστυνομικός να ήταν μέλος της οργάνωσης.
Στη συνέχεια, με τη χρήση του εκδοθέντος πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, τις φωτογραφίες και τα παράβολα, καθώς και με την παρουσία ως μάρτυρα ταυτοπροσωπίας μέλους της οργάνωσης, μετέβαιναν με τον ενδιαφερόμενο στην εκάστοτε εκδούσα Αρχή.
Εκεί οι αστυνομικοί, παραλάμβαναν τα σχετικά δικαιολογητικά και προέβαιναν στην παράνομη έκδοση ταυτότητας ή στην ανάλογη διαδικασία για την έκδοση διαβατηρίου.
Επιπρόσθετα, όπως προέκυψε από την έρευνα, κατά περίπτωση, οι αστυνομικοί μέλη της οργάνωσης προέβαιναν για λογαριασμό της οργάνωσης, στον εντοπισμό, μέσω της ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων της Ελληνικής Αστυνομίας, στοιχείων ταυτότητας που ακολούθως χρησιμοποιούνταν σε ψευδείς βεβαιώσεις ταυτοπροσωπίας.
Κατά τις συνομιλίες τους τα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούσαν κώδικες επικοινωνίας με χαρακτηριστικές λέξεις για τα έγγραφα που εξέδιδε. Συγκεκριμένα, ως «μπλε» ανέφεραν το δελτίο ταυτότητας και ως «βιβλιαράκι» το διαβατήριο, ενώ όπως διαπιστώθηκε, πολλές από τις τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποίησαν στην έκδοση των εγγράφων, ήταν καταχωρημένες τηλεφωνικές συνδέσεις μελών της εγκληματικής οργάνωσης.
Σημειώνεται ότι, για την έκδοση κάθε εγγράφου, ο ενδιαφερόμενος κατέβαλε χρηματικό ποσό ύψους τουλάχιστον 30.000 ευρώ.
Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, εργασιακούς χώρους, κατάστημα, αυτοκίνητα καθώς και από την κατοχή των συλληφθέντων, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:
2 περίστροφα, πιστόλι, γεμιστήρες και 382 φυσίγγια,
φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής και 3 τάμπλετ,
κεντρική μονάδα ηλεκτρονικού υπολογιστή, σκληρός δίσκος και ssd δίσκος,
15 USB, 6 εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, αντάπτορες και κάρτες μνήνης,
συσκευές gps tracker,
608.025 ευρώ,
37 κινητά τηλέφωνα και κάρτες sim,
ψηφιακή κάμερα,
μηχάνημα πλαστικοποίησης εγγράφων και υλικά πλαστικοποίησης,
4 πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων,
ναρκωτικά δισκία και ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης,
έγγραφα «APOSTILLE», ληξιαρχικές πράξεις συμφώνων συμβίωσης, αντίγραφα σελίδων διαβατηριών και βίζα, σφραγίδες, πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης, ληξιαρχική πράξη θανάτου, ταυτότητα, διαβατήρια, σημειωματάρια, ημερολόγια και ημερολόγια τσέπης με ιδιόχειρες σημειώσεις, βιβλιάρια τραπεζικών καταθέσεων, εκτυπώσεις παραβόλων, φάκελοι με έγγραφα που αφορούν δελτία ταυτότητας, υπηρεσιακό δελτίο ταυτότητας για το οποίο είχε δηλωθεί κλοπή, κενά έντυπα υπεύθυνης δήλωσης με σφραγίδες γνησίου υπογραφής καθώς και φωτοαντίγραφα ταυτοτήτων και αδειών διαμονής αλλοδαπών.
Οι συλληφθέντες με τη δικογραφία που σχηματίστηκε σε βάρους τους, οδηγήθηκαν, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ο οποίος τους παρέπεμψε στην ειδική Ανακρίτρια Διαφθοράς προς διενέργεια κύριας ανάκρισης.