Πριν από ένα χρόνο, η Moderna ήταν μια εταιρεία χωρίς ιδιαίτερα κέρδη αλλά ούτε και προϊόντα της στην αγορά, διέθετε ωστόσο μια πολλά υποσχόμενη τεχνολογία, αλλά εντελώς αναπόδεικτη στην πράξη. Κανένα από τα πειραματικά της φάρμακα και εμβόλια δεν είχαν ποτέ ολοκληρώσει κάποια δοκιμή μεγάλης κλίμακας.
Οι ειδικοί ήταν διχασμένοι σχετικά με το πόσο καλά θα τα πήγαινε ένα εμβόλιο mRNA σε σχέση με παλαιότερους και πιο καθιερωμένους τύπους εμβολίων.
Φέτος, η Moderna έχει πλέον τη δυνατότητα να διαθέσει ένα δισ. δόσεις του σκευάσματός της κατά της Covid και να έχει εισόδημα ύψους 19 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Πρόκειται για μια σπάνια περίπτωση εταιρείας βιοτεχνολογίας, η οποία άγγιξε την επιτυχία χωρίς να επισκιαστεί ή να μοιράσει τα κέρδη της με μια μεγαλύτερη και πιο γνωστή εταιρεία.
Η αξία της ανέρχεται πλέον σε πάνω από 90 δισ. δολάρια, μεγαλύτερη δηλαδή από εκείνη της Bayer, της γερμανικής εταιρείας που εφηύρε την ασπιρίνη, ή από εκείνη αντίστοιχων εταιρειών βιοτεχνολογίας όπως η Biogen Inc., η οποία ιδρύθηκε τρεις δεκαετίες νωρίτερα.
Αλλά για τον διευθύνοντα σύμβουλο της Moderna, Στεφάν Μπανσέλ, το εμβόλιο κατά της Covid είναι μόνο η αρχή. Είχε εδώ και καιρό υποσχεθεί ότι εάν η τεχνολογία mRNA λειτουργήσει, θα οδηγήσει σε μια νέα γιγάντιας κλίμακας βιομηχανία που θα είναι ικανή να αντιμετωπίζει σχεδόν τα πάντα, από καρδιακές ασθένειες μέχρι καρκίνο και σπάνιες γενετικές παθήσεις.
Η Moderna έχει κάποια φάρμακα που βρίσκονται σε στάδιο δοκιμών και για τις τρεις παραπάνω κατηγορίες, και ο Μπανσέλ αναφέρει πως η εταιρεία του θα μπορούσε μάλιστα να γίνει ένας κυρίαρχος κατασκευαστής εμβολίων, που θα αναπτύσσει εμβόλια για νέους ιούς όπως ο Nipah και ο Zika, καθώς και για πιο γνωστά και δύσκολα στην αντιμετώπιση παθογόνα όπως ο HIV.
Η εταιρεία διαθέτει εμβόλια ενάντια σε δέκα ιούς, τα οποία βρίσκονται, ή ετοιμάζονται να εισέλθουν, στη φάση δοκιμών σε ανθρώπους. Σε αυτά περιλαμβάνονται τρία ήδη ενισχυτικών εμβολίων Covid που βρίσκονται στο ενδιάμεσο στάδιο δοκιμών, ένα εμβόλιο κατά της εποχικής γρίπης που ξεκίνησε να μελετάται σε ανθρώπους τον Ιούλιο, και εμβόλια κατά του HIV για τα οποία πρόκειται να ξεκινήσουν δοκιμές αργότερα εντός του έτους.
Σημειώνεται ότι ένα από τα εμβόλια που μελετώνται, είναι σχεδιασμένο για να καταπολεμά έναν κυτταρομεγαλοϊό, ο οποίος μεταδίδεται μέσω των σωματικών υγρών και αποτελεί συχνή αιτία γενετικών ανωμαλιών. Πρόκειται να εισέλθει εντός του έτους στη Φάση 3 των δοκιμών σε γυναίκες που βρίσκονται σε γόνιμη ηλικία. Μακροπρόθεσμα, η Moderna στοχεύει στην ανάπτυξη ενός ετήσιου υπερ-εμβολίου που να μπορεί να αντιμετωπίσει αναπνευστικές ασθένειες, συμπεριλαμβανομένης της Covid, της γρίπης και άλλων.
Κάπου εδώ, ωστόσο, ξεκινά το δύσκολο μέρος: η εκπλήρωση δηλαδή αυτής της υπόσχεσης από την εταιρεία, διατηρώντας ταυτόχρονα το προβάδισμα έναντι κάθε άλλης παρασκευάστριας εμβολίων στον κόσμο, δεδομένου ότι επενδύουν πλέον με μεγάλο ρυθμό στην τεχνολογία mRNA.
Στο μέλλον, η Moderna δεν θα έχει πλέον την πανδημία να υπογραμμίζει τα πιο εμφανή οφέλη της τεχνολογίας mRNA σε σχέση με παλαιότερες τεχνολογίες – δηλαδή την ταχύτητα και την ευελιξία. Τα μελλοντικά εμβόλια και τα φάρμακα θα πρέπει όπως συνήθως να περάσουν από τη διαδικασία έγκρισης του αμερικανικού Οργανισμού Τροφίμων και Φαρμάκων, κάτι που σημαίνει πιο μακροχρόνιες διαδικασίες παρακολούθησης για τη συλλογή δεδομένων και χρονοδιαγράμματα αναθεώρησης 6 έως 10 μηνών.
Αυτό το χρονικό πλαίσιο θα δώσει χώρο στους ανταγωνιστές που χρησιμοποιούν την τεχνολογία mRNA καθώς στις παλαιότερες τεχνολογίες, ώστε να κερδίσουν έδαφος στον ανταγωνισμό με τη Moderna.
Ο Μάνι Φόροχαρ, αναλυτής στο SVB Leerink LLC, αποκαλεί τα επιτεύγματα της Moderna σε ό,τι αφορά το εμβόλιο Covid «στ’ αλήθεια εκπληκτικά». Λέει όμως και ότι δεν είναι καθόλου βέβαιο κατά πόσο αυτού του είδους τα εμβόλια θα έχουν ξεκάθαρα οφέλη σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα, και στην περίπτωση άλλων ιικών ασθενειών. Επιπλέον, παραμένει άγνωστο το πόσο μεγάλος θα είναι ο ρόλος που θα μπορούσε να παίξει η τεχνολογία στη θεραπεία μη μολυσματικών ασθενειών όπως ο καρκίνος. Και παρ’ όλο που οι δημόσιες προσδοκίες είναι απεριόριστες, αναφέρει, «οι ευκαιρίες για έσοδα δεν είναι».
Η απάντηση, για τον Μπανσέλ και άλλους που διοχετεύουν χρήματα σε μικρούς κλώνους RNA, βρίσκεται στα δύο οφέλη – κλειδί, τα οποία είναι η ταχύτητα και η προσαρμοστικότητα. Στον πυρήνα τους, τα εμβόλια mRNA είναι αρθρωτής τεχνολογίας. Μεταφέρουν τον γενετικό κώδικα που λέει στα κύτταρα πώς να παράγουν τις πρωτεΐνες που προκαλούν ανοσοαπόκριση, και στη συνέχεια τη «σκληρή δουλειά» αναλαμβάνουν τα κύτταρα.
Τώρα που τα κέρδη της Moderna έχουν αυξηθεί, μπορεί να κινηθεί γρήγορα και ανταγωνιστικά στο μέλλον με πολλές νέες εφαρμογές, απλώς αλλάζοντας τον γενετικό κώδικα που τοποθετεί στον mRNA.
Και ενώ το εμβόλιό της κατά της Covid φαίνεται να είναι αποτελεσματικό κατά της νέας πιο μεταδοτικής μετάλλαξης Δέλτα του κορωνοϊού, μια πιθανή περαιτέρω ανάπτυξη του εμβολίου προκειμένου να αντιμετωπίζει τις νέες μεταλλάξεις, θα αποτελούσε μια ευθεία και απλή διαδικασία για την εταιρεία.
«Δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσουμε κάποια καινούργια τεχνολογία ή [να ακολουθήσουμε] νέες διαδικασίες», αναφέρει ο Μπανσέλ. «Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα».
Όταν ο Μπανσέλ έφυγε από τη θέση του στην εταιρεία διαγνωστικών BioMérieux SA και έγινε ο δεύτερος υπάλληλος της Moderna πριν από μια δεκαετία – το όνομά της είναι ένας συνδυασμός των λέξεων “modified” (δηλαδή «τροποποιημένο») και “RNA” – η ιδέα ότι ο αγγελιαφόρος RNA θα μπορούσε να είναι χρήσιμος από ιατρικής απόψεως, ήταν ριζοσπαστική.
Εκείνη την εποχή, το μόριο αυτό, το οποίο εξελίχθηκε για να μεταφέρει αποτυπώματα πρωτεΐνης από το DNA στον πυρήνα του κυττάρου προς το τμήμα εκείνο όπου γίνεται η σύνθεση πρωτεϊνών, είχε τη φήμη μεταξύ των επιστημόνων στα εργαστήρια, ότι είναι εύθραυστο και δύσκολο να δουλέψει κανείς μαζί του.
Όταν ο mRNA εισέρχεται με τεχνητό τρόπο στον ανθρώπινο οργανισμό, το ανοσοποιητικό σύστημα τον αναγνωρίζει ως απειλή και του επιτίθεται. Και καθώς η λειτουργία του mRNA είναι προσωρινή, τα ένζυμα που βρίσκονται σε ολόκληρο το σώμα καταφέρνουν να τον καταπολεμήσουν. Τίποτα από αυτά δεν αποτελούσε επιθυμητό σενάριο για ένα φάρμακο ή εμβόλιο.
Ξεκινώντας το 2005, δύο ερευνητές στο Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια, Κάταλιν Καρικό και Ντρού Βάισμαν, κατάφεραν να τροποποιήσουν ελαφρώς τον mRNA ώστε να προκαλεί μικρότερη ανοσολογική αντίδραση στον οργανισμό. Δεν υπήρξε ιδιαίτερη αναγνώριση του εν λόγω ευρήματος εκείνη την εποχή, αλλά φάνηκε τελικά πως ήταν ένα πολύ σημαντικό βήμα (η Κάταλιν άρχισε να εργάζεται στη BioNTech το 2013).
Το 2010, τρεις επιστήμονες από το Harvard και το MIT με χρηματοδότηση από τη Flagship Pioneering, προχώρησαν στην ίδρυση της Moderna, προσκαλώντας και τον Μπανσέλ το επόμενο έτος. Η Moderna και η BioNTech ενέκριναν αργότερα την τεχνολογία Penn.
Ο Μπανσέλ θυμάται ότι έλεγε στη γυναίκα του, προτού να αλλάξει δουλειά, ότι υπήρχε μόλις 5% πιθανότητα να λειτουργήσει η τεχνολογία mRNA , αλλά αν αυτό συνέβαινε, θα ήταν σπουδαίο επίτευγμα.
Σημειώνεται πως όταν ο Μπανσέλ πρότεινε τον τωρινό πρόεδρο της Moderna, Στίβεν Χοτζ, για να εργαστεί στην εταιρεία, η αντίδρασή του δεύτερου για εκείνον ήταν: «Είναι ή διάνοια ή τρελός».
Ο Χοτζ, ο οποίος ήταν τότε συνεργάτης της συμβουλευτικής εταιρείας για επιχειρήσεις, McKinsey & Co., είχε πτυχίο Ιατρικής και ενδιαφερόταν να κάνει κάτι που θα είχε μεγαλύτερο κοινωνικό αντίκτυπο. Σταδιακά, συμφώνησε με την άποψη του Μπανσέλ ότι εάν η θεραπεία mRNA λειτουργούσε τελικά, «θα μεταμόρφωνε σε μεγάλο βαθμό την Ιατρική».
Πηγή: Bloomberg
Ακολουθήστε το arta2day.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις