«Ηταν σαν σκιά, χτύπησε και έφυγε, πετάχτηκε κάτω και είδα το σπασμένο τζάμι» κατέθεσε στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, μιλώντας για την Έμμα, η 19χρονη συνοδηγός του οχήματος που οδηγούσε ο 27χρονος κατηγορούμενος που χτύπησε και εγκατέλειψε αιμόφυρτη την 21χρονη, τον Νοέμβριο του 2022, επί της οδού Εγνατία, στο ύψος της Καμάρας.
Η 19χρονη είχε κριθεί κατηγορούμενη ωστόσο απαλλάχθηκε με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, καθώς κρίθηκε ότι δε φέρει ευθύνη για τη φονική παράσυρση και εγκατάλειψη της άτυχης φοιτήτριας.
Στη κατάθεσή της, που ξεκίνησε σήμερα, στο δικαστήριο και αναμένεται να ολοκληρωθεί στην αυριανή δικάσιμο, η 19χρονη τόνισε ότι δεν αντιλήφθηκε το αυτοκίνητο να χτύπησε δεύτερη φορά – κάνοντας όπισθεν – την 21χρονη, ενώ ισχυρίστηκε ότι ήταν σε κατάσταση σοκ και φοβήθηκε να αντιδράσει.
«Γνώριζα τον κατηγορούμενο περίπου δύο μήνες από το μαγαζί. Εκείνο το βράδυ θα πήγαινα Λαδάδικα όπου εργαζόμουν. Είχα πάει στην κολλητή μου και είπα ότι θα έπαιρνα ταξί. Ο κατηγορούμενος μου είπε να με πάει με το αμάξι και του είπα ”εντάξει”. Ήξερα ότι οδηγούσε γιατί μιλούσε για αυτοκίνητα» ανέφερε αρχικά.
«Οδηγούσε μια χαρά, δεν ένιωθα ότι έτρεχε. Εγώ μιλούσα με μηνύματα στο κινητό με μια φίλη μου. Το αυτοκίνητο φαινόταν και ακουγόταν σαν ”πειραγμένο”. Δεν ένιωθα ότι έτρεχε, αλλά ούτε ότι πήγαινε και αργά. Πηγαίναμε κανονικά. Μιλούσα στο κινητό με μηνύματα και στο προηγούμενο φανάρι πριν την Καμάρα έπιασα ξανά στο τηλέφωνό μου. Ένιωσα να πατάει απότομα φρένο και το πίσω μέρος του αυτοκινήτου να φεύγει. Ήταν πολύ απότομο. Συνειδητοποίησα ότι πάτησε απότομα φρένο και το πίσω μέρος έφυγε αριστερά και δεξιά. Έχασε τον έλεγχο. Πήγαμε αριστερά και είδα έναν άνθρωπο μπροστά στο παρμπρίζ. Δεν είδα την κοπέλα γιατί μιλούσα με μηνύματα στο κινητό. Είδα τον άνθρωπο στο παρμπρίζ ακριβώς μπροστά σε εμένα, στη δική μου την πλευρά. Ένιωσα περισσότερο ένα δυνατό χτύπημα όταν χτυπήσαμε πίσω σε κάδους και αμάξια» ανέφερε, ενώ σχετικά με το πώς αντιλήφθηκε την παράσυρση της Έμμας, είπε:
«Ηταν σαν σκιά, χτύπησε και έφυγε, πετάχτηκε κάτω και είδα το σπασμένο τζάμι. Δεν ένιωσα να την χτυπάει με την όπισθεν. Δεν είχα αντιληφθεί την παρουσία της στο δρόμο πιο μπροστά».
Για τις ενέργειες της ίδιας μετά τη φονική παράσυρση, ισχυρίστηκε: «εγώ του φώναζα να σταματήσουμε με τον κατηγορούμενο να μου λέει να περιμένω δύο δευτερόλεπτα. Πήγα να ανοίξω την πόρτα κάποια στιγμή και μου τράβηξε το χέρι. Φοβόμουν να πιέσω παραπάνω, γιατί δεν ήξερα πώς θα αντιδράσει, δεν τον ήξερα καλά. Όταν φύγαμε άρχισε να τρέχει, περισσότερο από πριν. Πήγαμε στο Σέιχ Σου, κάναμε 2-3 τσιγάρα να ηρεμήσουμε. Όταν έμεινε το αυτοκίνητο στο δρόμο, μας βρήκε ένας κύριος και μας πήγε στο ξενοδοχείο. Μου είπε ότι θα κανει αυτό που πρέπει». Πρόσθεσε ότι έμεινε με τον κατηγορούμενο στο ξενοδοχείο γιατί δεν ήξερε πώς να φύγει.
«Το πρωί πήγα σπίτι, έμεινα όλη μέρα μέσα σε σοκ γιατί είχα διαβάσει ότι η κοπέλα είναι πολύ άσχημα και αυτός μου έλεγε ότι είναι καλά. Μου έλεγε ότι δεν είναι βαριά, ότι θα ζήσει. Στο σπίτι είδα ότι είναι διασωληνωμένη . Το επόμενο μεσημέρι πήγα για δέκα λεπτάκια από τη δουλειά μέχρι να έρθει η φίλη μου να μπει στη θέση μου και να πάω στο τμήμα και πέντε λεπτά πριν ήρθε η αστυνομία» συμπλήρωσε.
Η δίκη αναμένεται να συνεχιστεί αύριο με την εξέταση της 19χρονης και την κατάθεση των υπολοίπων μαρτύρων.
Η δήλωση της μητέρας της Έμμας
Μετά τη διακοπή, η μητέρα της Έμμας, που κατέθεσε και η ίδια σήμερα στο δικαστήριο, ανέφερε στους δημοσιογράφους πως ο κατηγορούμενος και η συνοδηγός «θεώρησαν ότι τα δικά τους τομάρια αξίζουν περισσότερο από τη ζωή του ανθρώπου που χτύπησαν. Προσπάθησαν να διαφύγουν, δεν προσπάθησαν να βοηθήσουν. Δεν θεωρώ ότι έχουν μετανιώσει για τίποτα».
Ειδικά για την κατάθεση της 19χρονης, είπε πως «φυσικά και δεν με έπεισε. Δεν έχει πει καμία αλήθεια. Εξακολουθεί να θέλει να σώσει το τομάρι της».